- πρωθυπουργεύω
- Νεκτελώ καθήκοντα πρωθυπουργού, αναπληρώνω τον πρωθυπουργό όταν απουσιάζει.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωθυπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωθυπουργώ — έω, Ν 1. είμαι πρωθυπουργός 2. εκτελώ καθήκοντα πρωθυπουργού, πρωθυπουργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωθυπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Κ. Ασώπιο] … Dictionary of Greek